- ξανθινουρία
- ηιατρ. συγγενής διαταραχή τού μεταβολισμού, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη συγκέντρωση, στο αίμα και στα ούρα, ξανθίνης, η οποία φυσιολογικά μετατρέπεται από το ένζυμο ξανθινοξειδάση σε ουρικό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.